- καταστρατηγία
- καταστρᾰτηγ-ία, ἡ,A conquest by stratagem, Tz.H.9.70 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταστρατηγία — καταστρατηγία, ἡ (Μ) [καταστρατηγώ] νίκη, επικράτηση που οφείλεται σε στρατήγημα ή τέχνασμα … Dictionary of Greek
καταστρατηγίαν — καταστρατηγίᾱν , καταστρατηγία conquest by stratagem fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)